Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η συνθήκη ειρήνης

  • 1 мирный

    мирный 1) в рази. знач. ειρηνικός· \мирный народ о ειρηνικός λαός· \мирный договор η συνθήκη ειρήνης· \мирныйое сосуществование η ειρηνική συνύπαρξη' решение разногласий \мирныйым путём η ειρηνική επίλυση διαφορών 2) (спокойный) ήσυχος, ήρεμος
    * * *
    1) в разн. знач. ειρηνικός

    ми́рный наро́д — ο ειρηνικός λαός

    ми́рный догово́р — η συνθήκη ειρήνης

    ми́рное сосуществова́ние — η ειρηνική συνύπαρξη

    реше́ние разногла́сий ми́рным путём — η ειρηνική επίλυση διαφορών

    2) ( спокойный) ήσυχος, ήρεμος

    Русско-греческий словарь > мирный

  • 2 договор

    договор
    м τό σύμφωνο[ν], ἡ σύμβαση[-ις], ἡ συμφωνία / τό συμβόλαιο, τό συμφωνητικό, τό κοντράτο (деловой)! ἡ συνθήκη (пакт):
    \договор о социалистическом соревновании τό συμφωνητικό τής σοσιαλιστικής ἀμιλλας· коллективный \договор ἡ συλλογική σύμβαση· мирный \договор ἡ συνθήκη εἰρήνης· \договор о ненападении τό σύμφωνο μή ἐπιθέσεως· \договор о дружбе и взаимной помощи τό σύμφωνο φιλίας καί ἀμοιβαίας βοήθειας· торговый \договор ἡ ἐμπορική συμφωνία· заключать \договор συνάπτω συνθήκη, κλείνω συμφωνία· нарушать \договор παραβαίνω τήν συνθήκη, παραβιάζω τήν συμφωνία.

    Русско-новогреческий словарь > договор

  • 3 мирный

    ми́рн||ый
    прил
    1. εἰρηνικός, ήσυχος; \мирный договор ἡ συνθήκη είρήνης· \мирныйые переговоры διαπραγματεύσεις ἐΙρήνης» \мирныйое урегулирование ὁ είρηνικός δια» κανονισμός· \мирныйая политика ἡ πολιτική είρήνης· в \мирныйое время ἐν καιρώ είρήνης·
    2. (спокойный) ήρεμος, είρηνικός, ήσυχος, φιλήσυχος:
    \мирныйая беседа ἡ ήρεμη συζήτηση· \мирныйым тоном σέ ήρεμο τόνο. ήρεμα.

    Русско-новогреческий словарь > мирный

  • 4 договор

    -а, πλθ. -воры κ. договор, -а, πλθ. договора α.
    συμφωνία, σύμφωνο, σύμβαση• συμφωνητικό• συνθήκη•

    договор о дружбе и взаимной помощи σύμφωνο φιλίας καί αλληλοβοήθειας•

    мирный договор συνθήκη ειρήνης•

    заключить договор κλείνω συμφωνία•

    расторгнуть договор ξεσχίζω τή συνθήκη•

    договор о ненападении σύμφωνο μη επίθεσης•

    договор о мореплавании συνθήκη θαλασσοπλοΐας•

    торговый договор εμπορική συμφωνία•

    договор о социалистическом соревновании συμφωνητικό σοσιαλιστικής άμιλλας•

    словесный, письменный- προφορική, γραπτή συμφωνία•

    договор о сдаче крепости συμφωνία παράδοσης οχυρού (φρουρίου).

    Большой русско-греческий словарь > договор

  • 5 мирный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно.
    1. ειρηνικός• ειρηνόφιλος, φιλειρηνικός•

    мирный народ ειρηνόφιλος λαός•

    -ое государство ειρηνόφιλο κράτος.

    || φιλήσυχος, ήσυχος, αφιλόνικος•

    мирный человек φιλήσυχος άνθρωπος•

    -ая жизнь ειρηνική ζωή•

    мирный характер ήσυχος (ήπιος) χαρακτήρας•

    -ое урегулирование ειρηνικός διακανονισμός.

    2. ειρηνευτικός•

    -ая политика πολιτική ειρήνης•

    -ое время ειρηνική περίο, δος.

    || της ειρήνης•

    мирный трактат συνθήκη ειρήνης•

    -ая конференция διάσκεψη ειρήνης.

    Большой русско-греческий словарь > мирный

  • 6 прелиминарный

    επ.
    προκαταρκτικός•

    прелиминарный мирный договор προκαταρκτική συνθήκη ειρήνης.

    Большой русско-греческий словарь > прелиминарный

  • 7 мир

    -а, πλθ.α.
    1. ο κόσμος, το σύμπαν•

    происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργίατου κόσμου.

    2. ουράνιο σώμα, πλανήτης.
    3. η γήινη σφαίρα, η Γη• η οικουμένη ο κόσμος, οι άνθρωποι. || το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος.
    4. κοινωνία•

    античный мир ο αρχαίος κόσμος•

    капиталистический мир η καπιταλιστική κοινωνία•

    социалистический мир η σοσιαλιστική κοινωνία.

    || τάξη, κοινωνικό σύστημα•

    старый мир разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται.

    5. σφαίρα ζωής•

    животный мир ο ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο•

    растительный мир ο φυτικός κόσμος, το φυτικό βασίλειο•

    духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.

    || κύκλος (ανθρώπων)•

    мир учёных ο επιστημονικός κόσμος.

    6. αγροτική κοινότητα μέλη αυτής. || συγκέντρωση, συνέλευση. || η ζωή•

    дольний мир παλ. η επίγεια ζωή•

    жить в -у διάγω κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική).

    εκφρ.
    всем -ом – όλοι μαζί, από κοινού, ομού•
    быть (оказать(ся) отрезанным от -а – είμαι ξεκομμένος από την κοινωνία•
    пойти (ходить, идтиκ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) διακονεύω•
    пустить по -у кого – στέλλω| (κανω) κάποιον να διακονέψει•
    уйти (переселить(ся) в лучший (в другой, иной) мир – μεταβαίνω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω)•
    не от -а сего – δεν είναι απ αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)•
    сильные ή великие -а сего – οι ισχυροί αυτού του κόσμου•
    с -ом – (ευχή) με το καλό (να πας).
    α.
    1. ειρήνη γαλήνη, ηρεμία•

    жить в -е ζω ειρηνικά•

    нарушить мир в семье διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη•

    мир души ψυχική γαλήνη•

    борьба народов за мир πάλη των λαών για ειρήνη•

    мир народам! ειρήνη στους λαούς!•

    прочный мир σταθερή ειρήνη•

    оплот -а προπύργιο της ειρήνης•

    мир вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας).

    2. συνθήκη, συμφωνία•

    заключить мир κλείνω ειρήνη•

    подписать мир υπογράφω ειρήνη•

    переговоры о -е συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη.

    3. ησυχία•

    я хочу мир θέλω ησυχία.

    εκφρ.
    мир кому; мир праху кому – να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπάζει), γαίαν ελαφράν•
    мир дому семуπαλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυτό•
    с -ом отпустить – αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον).

    Большой русско-греческий словарь > мир

  • 8 пакт

    α.
    συνθήκη διεθνής• σύμφωνο• πάκτο•

    пакт о ненападении между странами σύμφωνο μη επίθεσης μεταξύ των χωρών•

    пакт мира σύμφωνο ειρήνης.

    Большой русско-греческий словарь > пакт

См. также в других словарях:

  • Μπρεστ-Λιτόφσκ, συνθήκη ειρήνης — Συνθήκη που συνάφθηκε στις 3 Μαρτίου 1918 μεταξύ της Σοβιετικής Ρωσίας και των Κεντρικών Αυτοκρατοριών· ονομάστηκε έτσι από την πόλη Μπρεστ (βλ. λ.), η οποία ονομαζόταν Μπρεστ Λιτόφσκ μέχρι το 1921. Πριν από τη συνθήκη είχε συναφθεί, τον… …   Dictionary of Greek

  • συνθήκη — Ο όρος συνθήκη, στην ευρύτερη σημασία του, περιλαμβάνει τις συμφωνίες μεταξύ δύο ή περισσότερων υποκείμενων διεθνούς δικαίου, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο να δημιουργήσουν, να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν διεθνείς έννομες σχέσεις. Στη… …   Dictionary of Greek

  • συνθήκη — η συμφωνία: Υπογράφηκε συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στους εμπόλεμους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κιουτσούκ Καϊναρτζή, συνθήκη του- — Συνθήκη ειρήνης την οποία υπέγραψαν η Ρωσία και η Τουρκία στις 21 Ιουλίου 1774 στο ομώνυμο βουλγαρικό χωριό, θέτοντας τέλος στους ρωσοτουρκικούς πολέμους της περιόδου 1768 74. Θεωρείται σταθμός στην ιστορία της ευρωπαϊκής διπλωματίας και αφετηρία …   Dictionary of Greek

  • Άκερμαν, συνθήκη του — Συνθήκη που υπογράφηκε στην πόλη Άκερμαν της Ουκρανίας (νεότερη ονομασία Μπιέλγκοροντ Ντιεστρόγσκι), στις 7 Οκτωβρίου 1826, από τη Ρωσία και την Τουρκία. Η συνθήκη υποχρέωνε την Τουρκία να εφαρμόσει τους όρους της συνθήκης ειρήνης του… …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Γερμανού, συνθήκη — Η δεύτερη από τις δύο συνθήκες ειρήνης (πρώτη των Βερσαλιών) με τις οποίες τερματίστηκε ο A’ Παγκόσμιος πόλεμος. Η συνθήκη υπογράφηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 1919 στο ιστορικό ανάκτορο του Α.Γ., στο ομώνυμο προάστιο του Παρισιού (Saint Germaine),… …   Dictionary of Greek

  • Παρίσι — (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου. Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»